Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Πανηγύρια που τιμούν τους ανθρώπους, το τραγούδι, τις παρέες

Ο Θανάσης Σκαμνάκης, συγγραφέας και δημοσιογράφος στην εφημερίδα ΠΡΙΝ, έγραψε στις 17 του Αυγούστου 2008, σχετικά με τις φετινές μας εκδηλώσεις:










Πανηγύρια που τιμούν τους ανθρώπους, το τραγούδι, τις παρέες


Καταθλιπτική η κακογουστιά των πανηγυριών που από τη μια άκρη της Ελλάδας ως την άλλη εκχυδαΐζουν τη χαρά, τον πόνο και την αγάπη εις άγρα ζεστού χρήματος και εντυπωσιασμού. Υπάρχουν ωστόσο και οι λαμπρές εξαιρέσεις
σε αυτό τον κανόνα...

Ολες τούτες τις ημέρες η ελληνική ύπαιθρος βογκάει απ' άκρου σ' άκρο. Κάτι η Παναγία, κάτι οι άγιοι και οι προφήτες που εορτάζουν και δέχονται χιλιάδες επισκέπτες παραθεριστές, σε θάλασσα και βουνό, οι τόποι βρίσκουν την ευκαιρία να ξεδώσουν και να μαζέψουν κανά ευρώ οργανώνοντας πανηγύρια. Διάσημα πρόσωπα της καλοκαιρινής υπαίθρου φιγουράρουν σε αφίσες στις πιο απίθανες στροφές των δρόμων, καλώντας σε γλέντια όπου ρέει άφθονος οίνος και χρήμα, σε πλαστικά τραπεζομάντιλα, πλαστικά ποτήρια και πλαστικά δημοτικά τραγούδια.

Όπου και να ταξιδέψεις, η Ελλάδα σε σκοτώνει, για να παραφράσουμε τον ποιητή. Αλλά... Αλλά, υπάρχουν πάντα οι τόποι, όπως και οι άνθρωποι, που αντιστέκονται. Ή καλύτερα υπάρχουν στους τόπους οι άνθρωποι που αντιστέκονται. Που το παλεύουν ακόμα και δεν κάνουν πλαστική τη διασκέδαση και τη ζωή τους. Κι έτσι λοιπόν αξίζει η αναφορά σε δυο μέρη, στη γνωστή Ικαρία, όπου ο ήχος και το ύφος των πανηγυριών παραπέμπει σε ό,τι λέμε παράδοση και ό,τι εννοούμε ως αισθητική ακεραιότητα. Και σε έναν άγνωστο στους πιο πολλούς οικισμό του ορεινού όγκου της Ηπείρου. Στα Τζουμέρκα. Είναι ο συνοικισμός του Τοόπελα του δήμου Πραμάντων, του νομού Ιωαννίνων. Κάτω από τη σκιά της Στρογκούλας, μιας από τις κορυφές των Τζουμέρκων ύψους 2200 μέτρων και πάνω από τις όχθες του Αραχθου. Ασφαλώς υπάρχουν κι άλλοι τόποι κι άλλοι άνθρωποι που παλεύουν και αντιστέκονται στην αισθητική υποταγή, αλλά αυτούς τους δυο τόπους επισκέφτηκα και γνώρισα φέτος.

Φυσικά, όταν μιλάμε σήμερα για τα πανηγύρια των χωριών αναφερόμαστε σε μια εποχή που όλα έχουν αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν, το οποίο ανέδειξε και ανέπτυξε τις μουσικές, τους χορούς και τη διασκέδαση των διαφόρων περιοχών. Κύλησαν δεκάδες χρόνια από τότε κι η ζωή πήρε άλλη τροπή. Οι άνθρωποι έφυγαν από τα χωριά τους, είτε μετανάστες στο εξωτερικό, είτε για να δουλέψουν και να σπουδάσουν στις πόλεις, οι όροι ζωής στα χωριά άλλαξαν δραματικοί, άλλαξαν και οι συνήθειες, και συνεπώς τραγούδια και χοροί δεν λένε τα ίδια πράγματα στις ψυχές των κατοίκων. Οι οποίοι είναι, ελάχιστοι πολλαπλασιαζόμενοι τα καλοκαίρια από τους χωριανούς που ζουν πλέον αλλού, στην Ελλάδα ή το εξωτερικό, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Γι' αυτό κάθε απόπειρα αναβίωσης είναι ή καταδικασμένη σε αποτυχία, ή γίνεται μια ακόμα φολκλορική δραστηριότητα προς τουριστική αξιοποίηση.

Στην Ικαρία και τα Τζουμέρκα τα πανηγύρια σέβονται την παράδοση και την αισθητική

Φυσικά το «σκυλολόι» που γυρνάει στην ελληνική ύπαιθρο με τα κλαρίνα και αναπαράγει της αντίληψη των νυχτερινών κέντρων της παραλιακής της Αθήνας σε «δημοτική» έκδοση, δεν αποτελεί εκσυγχρονισμό, αλλά αισθητική και ηθική βύθιση της χώρας. Είναι λοιπόν έτσι κι αλλιώς δύσκολο να κάνεις ένα πανηγύρι που να σέβεται τον εαυτό του, την ιστορική παράδοση, την αισθητική και κοινωνική συνείδηση του τόπου στην ιστορική του διαδρομή και να συγκινεί τους νέους ανθρώπους. Και το επίτευγμα είναι μεγάλο όταν τα καταφέρεις.

Αυτού του μικρού θαύματος γίναμε μάρτυρες την περασμένη εβδομάδα εκεί στη βόρεια πλάγια των Τζουμέρκων. Ακούσαμε τη βουή δροσερών νερών κάτω από τα δέντρα και τους ήχους δροσερών ...μουσικών οργάνων στην πλατεία. Εκεί διαπιστώνεις πως ο ήχος που βιώθηκε σε άλλες συνθήκες και έγινε ένα με τη ζωή των ανθρώπων, μικρών και μεγάλων, αυτός ο μακρόσυρτος ηπειρώτικος σκοπός είναι κομμάτι από την ψυχή όλων, ακόμα και των πιο νέων. Είναι ένα πάθος. Και αντιλαμβάνεσαι πιος όταν, με πρόσχημα τους εκσυγχρονισμούς, αποκόπτεις τους νέους ανθρώπους από τον ήχο τους ουσιαστικά τους αποκόπτεις από την ψυχή τους, σαν μια άλλη, πιο οδυνηρή ξενιτιά.

Να δώσω μια εικόνα από την πλατεία. Πέτρινο χτίσμα καφενείου. Ένας τεράστιος πλάτανος που κάτω του είχαν απλώσει τραπέζια, με καλά υφασμάτινα τραπεζομάντιλα, γυάλινα ποτήρια, κανονικά πιάτα και μεταλλικά μαχαιροπίρουνα. Σερβίρουνε τα παιδιά 15, 18, 20 χρονών, εθελοντές του πολιτιστικού συλλόγου, που οργανώνει το πανηγύρι, με ενεργητικότητα και ευθυμία. Στο πάλκο ξεκινάνε να παίξουν μουσική και να τραγουδούν, άλλα παιδιά του χωριού, περίπου δώδεκα κάθονται εκεί. Είναι όλα τους κάτω από 25. Θεοδωράκη, ρεμπέτικα, λαϊκά. Δικές τους επιλογές. Ο παλιός μουσικός, ο δάσκαλος τους δεν παίζει φέτος, έμαθε τα παιδιά και τώρα απλώς τους συντονίζει. Μετά ανεβαίνει η άλλη ορχήστρα, των δημοτικών. Πάλι παιδιά του χωριού. Κλαρίνο, λαούτο, βιολί και ντέφι. Καθαρός ήχος, επικοινωνία με τις πλαγιές και τα νερά, με τις ξενιτιές και τους χωρισμούς. Πρώτοι, σηκώνονται οι γέροντες. Και χορεύουν με όλη τη ζωή τους. Ώρα πολύ. Σαν να περίμεναν όλο το χρόνο αυτή τη συνάντηση, για να μιλήσουν σε όλους μας, να πουν τι θέλουν τώρα που τελειώνουν τα κεριά, και τα μάτια τους έχουν δει πράγματα και πράγματα. Τώρα εξομολογείται το κορμί τους. Κι ακολουθούν οι επόμενοι. Όλοι σχεδόν. Μέχρι το πρωί. Πολύ μετά το χάραμα Δυο μέρες πριν, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, είχαν ανέβει στο βουνό, στα 1.350 μέτρα, για να παρακολουθήσουν την συναυλία που έγινε εκεί, με έντεχνα τραγούδια. Μίλτος Πασχαλίδης, Καλλιόπη Βέττα και Γιώργος Μεράντζας ο και οικοδεσπότης.

Ο διάλογος ταυ παρόντος, του παρελθόντος και τον μέλλοντος. «Μένει όμως ακόμα ένα πείσμα, δεν είναι συνήθεια μοναχά».


Το μέτρο τον κόσμου
Τελευταία λέξη

Έτσι που κομματιάζεται η ζωή, σε ασύμπτωτα τμήματα, δεν ξέρεις ποια είναι η αληθινή της όψη και γελιέσαι κάθε φορά από την εικόνα της στιγμής. Δύσκολο να είσαι νηφάλιος και να αξιολογήσεις με ακρίβεια τα συμβάντα που πέφτουν στην αντίληψη σου. Κι εύκολα πέφτεις στον πειρασμό να λες, όταν βλέπεις πράγματα που δεν σ' αρέσουνε, πως εμείς στον καιρό μας είχαμε ιδανικά κι αξίες, και λοιπές τέτοιες κουταμάρες, με αυτόν ή με πιο κομψό τρόπο αλλά το ίδιο ανόητα. Και να μαραζώνεις σε σκέψεις χωρίς διέξοδο κι ελπίδα, για θαύματα που περίμενες και δεν έγιναν, για ημέρες που αγωνιστικές να φέρεις αλλά δεν ήρθαν, για διαψεύσεις και έναν κόσμο που πάει από το κακό στο χειρότερο, σχεδόν χωρίς ελπίδα.

Κατ' αυτόν τον τρόπο όμως μπερδεύεται πάντα η κατάσταση τι είναι αληθινά αρνητικό στην εξέλιξη της ζωής μας, των αντιλήψεων, της συμπεριφοράς και της συνείδησης, και τι γέννημα της εγωπάθειας και της νοσταλγίας μας.

Από την άλλη πλευρά, κάθε φορά που βλέπεις κάτι να σ' αρέσει ξαναγυρίζει ο κόσμος στα μέτρα σου κι ανακαλύπτεις με ενθουσιασμό πως η γη εξακολουθεί να γυρίζει και να υπόσχεται ευοίωνες προοπτικές.

Είναι δύσκολο πια να κρατηθούμε σε μια ισορροπία σε έναν τόσο ανισόρροπο καιρό.
Αλλά γι' αυτό ας γίνουμε θετικοί. Ό,τι δεν βλέπουμε δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει. Κι ό,τι έγινε δεν μπορεί να σβήσει από τη μνήμη, την ιστορία και την προοπτική του κόσμου.
Μικρές φωλιές νερού συντηρούν μιαν εξέγερση. Με κάθε έννοια. Και κυρίως με την έννοια ότι κάποιοι δεν παραδίδονται στο συρμό και στην επιβολή των εξουσιών και της συνήθειας.

Πείθομαι όλο και πιο πολύ πως ο καλύτερος τρόπος για να μην γέρνουμε επικίνδυνα, ανάλογα τη φορά, είναι η προσεκτική ανάγνωση των νεανικών προσώπων. Είχα την αφορμή στην πλατεία του χωριού, γάργαρος ήχος παιδιών, σαν τον από κάτω ήχο την Άραχθου, στον Τσόπελα. Από όλες τις ηλικίες, συμμετείχαν με θέρμη σε όλες τις δραστηριότητες του συλλόγου και το βράδυ έπαιρναν τα όργανα, μπουζούκια, κιθάρες, μπαγλαμάδες, τουμπελέκια, έπαιζαν και τραγούδαγαν όπως ονειρεύονται να παίζουν και να τραγουδάνε οι καλύτεροι. Γαλήνευε το βουνό, ηρεμούσε το ποτάμι. Μακάρι να μπορούσα να γράψω καλύτερα για να φανεί η βαθιά χαρά που μετέδιδαν. Και είμαι σίγουρος, πως τα παιδιά δεν θα αναγνωρίζουν σ' αυτές τις περιγραφές τον εαυτό τους, όπως συμβαίνει πάντα στα απλά και σπουδαία ωραία πράγματα. Το φυσικό είναι τεράστιο.
«Αξιον εστί το τίμημα».